- οψάγονος
- ὀψάγονος, -ον (Α)βλ. οψίγονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οψίγονος — η, ο (Α ὀψίγονος και ὀψάγονος, ον) (για δόντι) αυτός που φύεται σε προχωρημένη ηλικία, ο φρονιμήτης αρχ. 1. ο γεννημένος μετέπειτα, ο μεταγενέστερος 2. παιδί που γεννήθηκε όταν ο πατέρας του ήταν ήδη σε γεροντική ηλικία 3. νεώτερος («οὺ δὲ παρ… … Dictionary of Greek